κακόφωνος

κακόφωνος
-η, -ο (AM κακόφωνος, -ον)
1. (για πρόσ.) αυτός που έχει κακή, βραχνή, ή δυσάρεστη φωνή
2. (για ήχους, λέξεις, ονόματα ή πράγματα) αυτός που ηχεί άσχημα, δυσάρεστος στην ακοή, κακόηχος
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ κακόφωνον
η κακοφωνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)-* + -φωνος (< φωνή), πρβλ. ετερό-φωνος, μεγαλό-φωνος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κακόφωνος — ill sounding masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακόφωνος — η, ο αυτός που έχει κακή φωνή: Δεν κάνεις για τραγουδιστής, γιατί είσαι κακόφωνος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κακοφωνότερον — κακόφωνος ill sounding adverbial comp κακόφωνος ill sounding masc acc comp sg κακόφωνος ill sounding neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοφωνοτάτων — κακόφωνος ill sounding fem gen superl pl κακόφωνος ill sounding masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοφώνως — κακόφωνος ill sounding adverbial κακόφωνος ill sounding masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακόφωνον — κακόφωνος ill sounding masc/fem acc sg κακόφωνος ill sounding neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοφωνότερα — κακόφωνος ill sounding neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοφωνότεροι — κακόφωνος ill sounding masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοφώνοις — κακόφωνος ill sounding masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοφώνου — κακόφωνος ill sounding masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”