- κακόφωνος
- -η, -ο (AM κακόφωνος, -ον)1. (για πρόσ.) αυτός που έχει κακή, βραχνή, ή δυσάρεστη φωνή2. (για ήχους, λέξεις, ονόματα ή πράγματα) αυτός που ηχεί άσχημα, δυσάρεστος στην ακοή, κακόηχοςαρχ.το ουδ. ως ουσ. τὸ κακόφωνονη κακοφωνία.[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)-* + -φωνος (< φωνή), πρβλ. ετερό-φωνος, μεγαλό-φωνος].
Dictionary of Greek. 2013.